σεμίδαλις

σεμίδαλις
σεμίδᾱλις , σεμίδαλις
the finest wheaten flour
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σεμίδαλις — άλεως, ἡ, ΜΑ, γεν. και άλιος, και άλεος, και άλιδος, Α το σιμιγδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανατολικό δάνειο (πρβλ. ακκαδ. samīdu «λεπτό αλεύρι»). Τα λατ. simila / similāgo είναι επίσης ανατολικά δάνεια ή δάνεια από την Ελληνική] …   Dictionary of Greek

  • σεμιδάλει — σεμιδά̱λει , σεμίδαλις the finest wheaten flour fem nom/voc/acc dual (attic epic) σεμιδά̱λεϊ , σεμίδαλις the finest wheaten flour fem dat sg (epic) σεμιδά̱λει , σεμίδαλις the finest wheaten flour fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • семидаль — самая тонкая пшеничная мука , только др. русск. семидальнъ хлѣбъ (Дан. Зат., XIII в., 106). Из греч. σεμίδαλις – то же, вост. происхождения (Гофман, Gr. Wb. 309; Фасмер, Гр. сл. эт. 176; ИОРЯС 12, 2, 274) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Semmel, die — Die Sêmmel, plur. die n, weißes aus Weizenmehle gebackenes Brot. Schicht oder Zeilsemmeln, zum Unterschiede von den Eck oder Ortsemmeln, welche letztern am häufigsten Semmeln schlechthin genannt werden. Geraspelte Semmeln. Mundsemmeln u.s.f. Für… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • acemite — (Del ár. as semid, flor de la harina.) ► sustantivo masculino 1 AGRICULTURA Cáscara del grano de cereales mezclada con harina: ■ pan de acemite. 2 COCINA Potaje, sopa o papilla hecha con trigo tostado. * * * acemite (del ár. and. «assamíd», del… …   Enciclopedia Universal

  • δενδαλίς — και δανδαλίς, η (Α) είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ., που χρησιμοποιούνταν περισσότερο στον πληθ. αριθμό. Η λ. συσχετίστηκε με τον τ. σεμίδᾱλις, αλλά το α τής λ. δενδαλίς, είναι βραχύ. Ίσως πρόκειται για λ. με… …   Dictionary of Greek

  • οινοβρεχής — οἰνοβρεχής και οἰνοβραχής, ές (Α) 1. μεθυσμένος 2. διαποτισμένος με κρασί («σεμίδαλις οἰνοβραχής», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + βρεχής (< βρέχομαι), πρβλ. δια βρεχής] …   Dictionary of Greek

  • παλτάρια — (Α) (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «σεμίδαλις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλη γρφ. τού πολτάριον*] …   Dictionary of Greek

  • σεμίδαλιν — τὸ, Μ [σεμίδαλις, ιος] το σιμιγδάλι …   Dictionary of Greek

  • σεμιδαλάτον — τὸ, Μ ο σεμιδαλίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμίδαλις «σιμιγδάλι» + κατάλ. ᾶτον (πρβλ. σελιν ᾶτον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”